- Ἴτωνα
- Ἴτωνmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek
Πύρασος — Αρχαία πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας, στην περιοχή του σημερινού νομού Μαγνησίας, κοντά στη Νέα Αγχίαλο, πάνω στην εθνική οδό Αθήνας Βόλου. Η αρχαιότερη πληροφορία για την Π. προέρχεται από τον Όμηρο, ο οποίος την αναφέρει στον κατάλογο των καραβιών… … Dictionary of Greek